Το φαράγγι της Τρυπητής στα δυτικά Λευκά Όρη

Το φαράγγι της Τρυπητής.


Ο καιρός είχε φτάσει στο τέλος του υδρολογικού έτους, όμως έδειχνε διάθεση για διατήρηση των ξεχασμένων και ξεθωριασμένων χρωμάτων του καλοκαιριού. Τα πρωτοβρόχια, λοιπόν, είχαν συνωμοτήσει για το συμφέρον μας. Ήταν όμως ζήτημα χρόνου η μεταβολή του καιρού και έτσι πίεζαν την εκδρομή. Αν έπιαναν οι πρώτες βροχές τα πράγματα θα δυσκόλευαν ένα τέτοιο εγχείρημα. Σε διάσχιση φαραγγιών, η παράμετρος αυτή παίζει σημαντικό ρόλο. Είτε γιατί μπορεί να γεμίσουν απότομα, είτε γιατί η σαθρότητα του εδάφους μεταβάλλεται, με τις πιθανότητες να μην είναι με το μέρος σου. Παρόλα αυτά η εκδρομή κανονίστηκε για την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου.

Αρχικά, έγινε η συλλογή των πληροφοριών σχετικά με το μονοπάτι. Γνωστοί και φίλοι δεν έδειχναν θετικοί στο εγχείρημα. Όλοι μηδενός εξαιρουμένου ήταν αποτρεπτικοί. Υπήρχαν δύσκολα και μοναδικά περάσματα, μηδενική σήμανση, καθώς επίσης ελλόχευε και ο κίνδυνος του εγκλωβισμού. Από άτομα του ορειβατικού συλλόγου είχαμε ακούσει διάφορες ιστορίες για ανθρώπους που είχαν χάσει ακόμα και την ζωή τους και με λίγο ψάξιμο στον ηλεκτρονικό τύπο ανακαλύφθηκαν πολλά περιστατικά. Το γεγονός ενός τέτοιου δύσκολου μονοπατιού όλο και εξίταρε τη φαντασία μας. Ύστερα από τις αρχικές πληροφορίες επικεντρωθήκαμε πιο λεπτομερειακά στην διαδρομή. Το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι είχαν γίνει στο παρελθόν, αφού αποτελούσαν μέρος άλλων μονοπατιών. Έτσι λοιπόν, εστιάσαμε την προσοχή μας στο πέρασμα για το οποίο άξιζε να γίνει η εκδρομή. Περάσαμε την διαδρομή στο GPS και μελετήσαμε τελείως θεωρητικά κάποιες παραμέτρους. Αποφασίσαμε για διανυκτέρευση στα μέσα περίπου της διαδρομής, μέσα δηλαδή στο φαράγγι (χωρίς τον ακριβή προσδιορισμό της θέσης λόγου άγνοιας του τόπου) σε αντίθεση με τον κανόνα όπου την επέβαλε λίγο πριν την διάσχιση του δύσκολου κομματιού στο εγκαταλελειμμένο πλέον Mητάτο του Τζάτζιμου.

 Η μέρα πλησίασε. Την προηγούμενη ετοιμάστηκαν τα πράγματα και η ώρα αφέθηκε φτάνοντας στο βράδυ. Στο κρεβάτι, όμως, η ώρα πέρναγε μα ο Μορφέας ήταν άφαντος. Ίσως, φαίνεται, η φαντασία μου έτρεχε στα λιβάδια του άγνωστου. Τελικά ήρθε κρατώντας μου συντροφιά ελάχιστες ώρες. Το ραντεβού είχε δοθεί για τις 6 το πρωί. Αφού ξυπνήσαμε και ετοιμαστήκαμε, οδηγήσαμε για μια περίπου ώρα μέχρι να βρεθούμε στον δυτικό ορεινό όγκο των Λευκών Ορέων και συγκεκριμένα στο Ξυλόσκαλο σε υψόμετρο 1.200 μέτρα, στο οποίο βρίσκεται και η είσοδος του φημισμένου φαραγγιού της Σαμαριάς. Το κρύο τσουχτερό, κάπου κοντά στους μηδέν βαθμούς, αν και είχαμε μόλις Νοέμβριο μήνα.

Έτσι, γρήγορα ξεκινήσαμε την ανάβαση, με στόχο το περίφημο διάσελο του Γκίγκιλου, διάρκειας δύο περίπου ωρών, κάνοντας ενδιάμεσα μια στάση πέντε λεπτών στην πηγή Λινοσέλι. Μια από τις μοναδικές πηγές με νερό όλον τον χρόνο δίνοντας έτσι μια ανάσα δροσιάς τους καλοκαιρινούς μήνες στον περίφημο κρητικό αίγαγρο, στους πεζοπόρους αλλά και στα άλλα θηλαστικά. Στο διάσελο λοιπόν του Γκίγκιλου στα 1700 μέτρα η θέα είναι μαγευτική. Από την μια το Κρητικό Πέλαγος, το οροπέδιο του Ομαλού στα 1000 μέτρα υψόμετρο με τα ξακουστά του προϊόντα (πατάτες, μήλα, γραβιέρα κ.τ.λ), το φαράγγι της Σαμαριάς αλλά και το καταφύγιο Καλλέργη. Από την άλλη πλευρά η θέα μας αποζημιώνει με το Λιβυκό Πέλαγος, την Γαύδο και την Γαυδοπούλα, αλλά και τον στόχο μας το φαράγγι της Tρυπητής. Μια ακόμη πεντάλεπτη στάση για νερό και κάτι τονωτικό ήταν αρκετή. Στο σημείο αυτό υπάρχει πινακίδα αποτροπής συνέχισης λόγω κινδύνου. Αγνοήσαμε όμως την πινακίδα και ξεχυθήκαμε προς τα κάτω. Από εδώ και πέρα το μονοπάτι άγνωστο σε εμάς. Μόνο το GPS και η διορατικότητα μας μπορούν να βοηθήσουν.

Καθώς κατεβαίναμε, το πετρώδες τοπίο έδινε την θέση του στην φρυγανική βλάστηση και την παρέα της, δηλαδή, τα αγκάθια. Το μονοπάτι άφαντο και αναπόφευκτα κάναμε κύκλους με συντροφιά την περίεργη βλάστηση. Πραγματικά χάσαμε αρκετό χρόνο κάτω από τον καυτό ήλιο του Νοεμβρίου(μια εποχή όπου στην Κρήτη το βράδυ έχει αρκετό κρύο και την ημέρα αρκετή ζέστη). Μια ακόμη στάση για ένα μικρό γεύμα ήταν επιτακτική. Ξέραμε, ότι μια από τις δυσκολίες ήταν η αναγνώριση του μονοπατιού, η τέλος πάντων να το φανταστούμε μιας και δεν υπήρχε. Το σημείο αυτό, όμως, ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο, διότι τα μεγαλύτερα λάθη γίνονταν εδώ. Ο οποιοσδήποτε θα ακολουθούσε το στένεμα που υπήρχε από την φυσική ροή του νερού και μοιραία θα έπεφτε σε αδιέξοδο. Έτσι, έπρεπε να ακολουθήσουμε ένα αντέρεισμα στο οποίο γλιστρώντας πάνω του θα μας οδηγούσε στην κοίτη. Εδώ αρχίζουν και τα πραγματικά δύσκολα της διαδρομής. Αφού διαλέξαμε το σωστό αντέρεισμα προχωρήσαμε κάτω από τεράστια και καταπράσινα πεύκα τα οποία μας προστάτευαν από τον καυτό ήλιο. Είχαμε πλέον τις κατάλληλες συνθήκες. Αρχικά, η κορυφογραμμή μας ήταν πλατιά με μηδενικές πιθανότητες πτώσης τόσο, που νόμιζε κανείς ότι τα παραέλεγαν όσοι μας είχαν μιλήσει για την διαδρομή. Καθώς όμως κατεβαίναμε, όλο και στένευε με αποτέλεσμα να ακροβατούμε πάνω της.

Πάνω στην κορυφογραμμή.


Ακροβατώντας με θέα την κορυφή Ψηλάφι η οποία βρίσκεται δίπλα από το διάσελο του Γκίκιλου.



Εδώ είναι που ξεκινάνε και τα μοναδικά περάσματα. Ανοίγοντας την σωστή πόρτα η φύση θα σου δοθεί απλόχερα, χαρίζοντας σου, όλες τις ομορφιές της, ενώ στην περίπτωση που ανοίξεις την λάθος, ο γκρεμός περιμένει να αρπάξει την ευκαιρία του. Ξαφνικά , ένας θόρυβος ακούστηκε από τους απέναντι γκρεμούς. Ίσως ο μοναδικός κάτοικος της περιοχής ενοχλήθηκε από την παρουσία μας, βάζοντας το, στα πόδια. Βρισκόμασταν στον καλύτερο και μεγαλύτερο βιότοπο του περίφημου αιγάγρου αφού οι γκρεμοί, και οι κάθετες ανεμοδαρμένες πλαγιές , περιόριζαν κάπως τους λαθροθήρες. Συνεχίζοντας τον δρόμο μας, πέσαμε αναπόφευκτα πάνω στο περιβόητο απόκρημνο πέρασμα της Τσουνόπλακας, με μοναδικό στήριγμα ένα καταπράσινο κυπαρίσσι που στην πραγματικότητα έχει φυτρώσει πάνω στον βράχο. Στο σημείο αυτό η συγκέντρωση του πεζοπόρου πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Στην συνέχεια, η κορυφογραμμή μας ντύνονταν όλο και περισσότερο με μία παχιά στρώση από πευκοβελόνες όπου δυσκόλευε ακόμη περισσότερο το έργο, που τελικά έφτασε στο τέλος του με επιτυχία.


Το πέρασμα της Τσουνόπλακας.

Απόκρημνο πέρασμα ντυμένο απο πευκοβελόνες. Πηγή
Το πέρασμα της Τσουνόπλακας. Πηγή


Αφού λοιπόν περάσαμε προσεκτικά όλη την κορυφογραμμή οδηγηθήκαμε στο κυρίως φαράγγι. Μέσα πλέον, στους πελώριους κάθετους βράχους, το τοπίο σκούρυνε απότομα με τις τελευταίες ακτίνες να μας κρατάνε συντροφιά για μικρό χρονικό διάστημα ακόμη. Ξέραμε ότι τα δύσκολα είχαν πλέον τελειώσει.


Πατώντας σε στέρεο έδαφος μέσα πλέον στο φαράγγι. 


Έτσι, κατηφορίζοντας την κοίτη το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν το μέρος όπου θα μας κρατούσε συντροφιά όλη την νύχτα. Ύστερα από μια ώρα πεζοπορίας, βρήκαμε σχεδόν τυχαία το καταλληλότερο σημείο που θα μπορούσαμε να στήσουμε το αυτοσχέδιο αντίσκηνό μας. Πεύκα που είχαν κατακλύσει τον τόπο, μας πρόσφεραν τις πολύτιμες βελόνες τους. Το καλύτερο υπόστρωμα που θα μπορούσαμε να βρούμε σε ένα τόσο άγριο μέρος, όπου οι κροκάλες είχαν την τιμητική τους. Με γρήγορες λοιπόν κινήσεις στήσαμε το αυτοσχέδιο αντίσκηνο, κουβεντιάσαμε για λίγο και πέσαμε με τα μούτρα στον ύπνο. Ένας ύπνος που δεν έλεγε να έρθει, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και εμείς ακατάλληλα προετοιμασμένοι για αυτό. Έτσι, ο ύπνος έμοιαζε με αυτόν του λαγού. Κάποια στιγμή, μεσάνυχτα πλέον, το φεγγάρι πέρασε και από την γειτονιά μας, και σε συνεργασία με τους ήχους των κουδουνιών και το χάιδεμα του αέρα στις καταπράσινες πευκοβελόνες σχημάτιζαν ένα παραμυθένιο σκηνικό. Πριν η νύχτα ντυθεί στα χρώματα της μέρας, ετοιμαστήκαμε γρήγορα γρήγορα, αφού φάγαμε το πρωινό, και κατηφορίσαμε για δύο περίπου ώρες αφήνοντας πίσω τους πελώριους απότομους βράχους ευχαριστώντας τους για την εμπειρία.


Οι τελευταίες απόκρημνες πλαγιές.


Είχαμε φτάσει πλέον στην θάλασσα. Ο δρόμος γνωστός, αφού πλέον, πατούσαμε πάνω στο επίσημο μονοπάτι Ε4. Τρεις ώρες πεζοπορίας αρκούσαν για το κοντινότερο παραθαλάσσιο χωριό της Σούγιας. Τώρα η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν μια σχετικά απότομη ανηφοριά 300 μέτρων. Έτσι μπήκα μπροστά και άρχισα να ανεβαίνω όπου και φτάνοντας στο τέλος περίμενα τον συνορειβάτη. Αφού ξεκουράστηκα, άρχισα να περιεργάζομαι ένα μισοπεσμένο τούρκικο κτίσμα όπου μεσουρανούσε σε αλλιώτικες, περασμένες εποχές.Πιο πέρα το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία έστεκε αγέρωχο μπροστά στην υπέροχη θέα.  Η ώρα πέρναγε, μα τίποτα. Κάποια στιγμή μια φωνή από μακριά ίσα που ακουγόταν. Γρήγορα άρχισα να καταπίνω τα μέτρα έως ότου βρεθώ σε απόσταση που να μπορώ να ακούω καθαρά. Ο συνορειβάτης μου, είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τον δρόμο της θάλασσας με μια βάρκα-ταξί, που μπορούσες να καλέσεις με  το τηλέφωνο, αφού τα νούμερα βρίσκονταν στα βράχια της παραλίας. Έτσι, μπαίνοντας στην βάρκα του captain George μέσα σε 10 λεπτά φτάσαμε στη Σούγια.


Ο,τι απέμεινε από Τούρκικο κτίσμα το οποίο βρίσκεται σχεδόν πάνω στο διεθνές μονοπάτι Ε4.


Στη βάρκα.

Θέα από την Σούγια προς τον βράχο όπου βρίσκεται ο προφήτης Ηλίας και το τούρκικο κτίσμα.



Στο μυαλό μας τώρα υπήρχε η σκέψη πως θα γυρνούσαμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε την περιπέτεια, δηλαδή στο Ξυλόσκαλο. Δρόμος πήγαινε, αλλά το λεωφορείο πέρναγε 15 χιλιόμετρα μακριά. Έτσι και έγινε. Σούρουπο πλέον κατεβήκαμε από το λεωφορείο της γραμμής και αρχίζαμε να περπατάμε. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι το βάρος των σακιδίων δεν βοηθούσε σε αυτή την προσπάθεια. Αφού τα κρύψαμε στην άκρη του δρόμου συνεχίσαμε με αμείωτη ένταση το περπάτημα. Μέσα μας είχαμε πάντα την ελπίδα για κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο, που ίσως πήγαινε προς τον προορισμό μας. Έπειτα από μιάμιση ώρα στο σκοτεινό πλέον τοπίο, ακούσαμε θόρυβο από αυτοκίνητο και ελπίζαμε να κατευθύνεται προς τον στόχο μας. Έτσι και έγινε. Καθώς αντικρίσαμε το αυτοκίνητο πεταχτήκαμε στην μέση του δρόμου. Αυτό σταμάτησε και αφού τους εξηγήσαμε, μας πήραν χωρίς δεύτερη σκέψη. Από την κουβέντα που πιάσαμε καταλάβαμε ότι ήταν οικονομικοί μετανάστες από την γείτονα χώρα της Αλβανίας, πετράδες στο επάγγελμα.Εκείνη την εποχή δούλευαν σε ένα χωριό λίγο πιο κάτω, την Αγία Ειρήνη. Φτάνοντας τους ευχαριστήσαμε και με γρήγορες κινήσεις φύγαμε από το αφιλόξενο και κρύο Ξυλόσκαλο. Μια στάση για τον κρυμμένο εξοπλισμό και όλα ήταν έτοιμα για τον δρόμο του γυρισμού και της νοσταλγίας του άγριου εκείνου τόπου. Έτσι, η περιπέτεια είχε φτάσει στο τέλος της, σε ένα από τα ομορφότερα μέρη της άγριας Κρήτης.


Περπατώντας πλέον στο επαρχιακό δίκτυο με θέα ένα αιολικό πάρκο.



Δυσκολία : Εύκολο / Μέτριο / Δύσκολο
Ειδικός εξοπλισμός : Ναι / Όχι
Εξοπλισμός :  Λίγος / Μέτριος / Αρκετός
Διανυκτέρευση : Ναι/  Όχι


Διαδρομή: Λεπτομέρειες μονοπατιού Εδώ 

Σχόλια